- έχησις
- ἐχησις, ἡ (Α) [έχω]το έχειν, το να έχει κάποιος περιουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔχησις — having fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ἔχησι — ἔχης fem dat pl ἔχησις having fem voc sg ἔχις viper masc dat pl (epic) ἔχω check pres subj mp 2nd sg (epic) ἔχω check pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχησιν — ἔχης fem dat pl ἔχησις having fem acc sg ἔχις viper masc dat pl (epic) ἔχω check pres subj mp 2nd sg (epic) ἔχω check pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)